Πολύ κακές κριτικές: "Beckett" vs "Ο Άνθρωπος του Θεού"



Αυτές οι δύο ταινίες είναι «δε ρίαλ ντιλ» για όσους έχουν ακόμα διαθέσιμα νευρικά κύτταρα


Παραδοσιακά, το δεύτερο 15ήμερο του Αυγούστου δεν μας χαρίζει καλές ταινίες.

Οι εταιρίες διανομής γνωρίζουν ότι ο περισσότερος κόσμος είτε λείπει για διακοπές, είτε μόλις έχει επιστρέψει και προσπαθεί να ανασυνταχθεί για τη νέα σεζόν. Γι’ αυτό το λόγο περιμένουν συνήθως ως το Σεπτέμβριο, για να αρχίσουν να προβάλλουν τις πιο αξιοπρεπείς ταινίες τους. Ακόμα και οι πλατφόρμες streaming, όπως το Netflix, τροποποιούν με τέτοιο τρόπο τον προγραμματισμό τους ώστε τα «βαριά» χαρτιά» να κάνουν πρεμιέρα από τα μέσα Σεπτεμβρίου και μετά. To Beckett και ο Άνθρωπος του Θεού είναι δύο περιπτώσεις τέτοιων – κακών – ταινιών, που μόνο στα τέλη Αυγούστου θα μπορούσαν να κάνουν πρεμιέρα. Επιλέξαμε δύο πραγματικά σκληρές – αλλά δίκαιες – κριτικές για δύο ταινίες που δεν βλέπονται.

Beckett



Έχουμε αναφερθεί ξανά στο trailer της ταινίας. Το εν λόγω trailer αποδείχθηκε ενδεικτικό μιας μίζερης, κακογυρισμένης περιπέτειας, που αποτυπώνει την Αθήνα σαν μια εφιαλτική εκδοχή της Καμπούλ. Η προσωπική μου άποψη για την ταινία συμπίπτει 100% με το παρακάτω review:

Ο Άνθρωπος του Θεού



Η ταινία δείχνει από μακριά πως είναι μια post-modern τρικυμία εν κρανίω, μια μάλλον, υπερφίαλη παραγωγή που χαντακώνει τους ταλαντούχους ηθοποιούς που συμμετέχουν σε αυτή, όπως ο Άρης Σερβετάλης. Η παρακάτω κριτική του Ηλία Φραγκούλη είναι σκληρή και ταυτόχρονα συναρπαστικά γλαφυρή. Το μοναδικό πρόβλημα της, είναι ότι σε πείθει να δεις την ταινία, μόνο για να διαπιστώσεις αν είναι όντως τόσο κακή!

Από τον Ηλία Φραγκούλη (απόσπασμα)

«Η κινηματογραφική παραγωγή βασανίζεται και ταπεινώνεται σε τούτη τη χώρα, εδώ και δεκαετίες. Είτε από «δημιουργούς», είτε από «αρπαχτικά» που επιδιώκουν την κερδοφορία δίχως να λογαριάζουν την καλλιτεχνική αξία. Πολλάκις έχουμε αντιμετωπίσει κρούσματα που χαϊδολογάνε τις (συνήθως ανεκπαίδευτες…) μάζες, πουλώντας τους «προϊόν» το οποίο ταυτίζεται με το παρελθόν, την πατρίδα, πλέον και με το θρησκευτικό αίσθημα. Η περίπτωση του «Ανθρώπου του Θεού» είναι ιδιάζουσα και αληθινά σουρεαλιστική. Ας ξεκινήσουμε από τους τίτλους αρχής του έργου, όπου ανακαλύπτουμε πως τούτη η παραγωγή πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία (μεταξύ άλλων) με την Ιερά Μονή Βατοπαιδίου. Του γνωστού σκανδάλου! Με το «σενάριο» (θα φτάσουμε κι εκεί…) του φιλμ να βασίζεται πρωτίστως στην παρακμή των εξουσιαστικών αρχών της Εκκλησίας, οι οποίες φρόντισαν να σπιλώσουν το όνομα του αμέμπτου ηθικής Αγίου Νεκταρίου με κάθε τρόπο, μπορεί κανείς να διακρίνει μία παράδοξα χιουμοριστική πτυχή της σύνδεσης.

Η συνέχεια ξεπερνά τα όρια της παρωδίας. Ο «Άνθρωπος του Θεού» εμφανίζεται στην οθόνη σαν… «Μαν οβ Γκοντ» (με λατινικούς χαρακτήρες) και κατόπιν γουί ντισκάβερ δατ δε ματζόριτι οβ δε ντάιλογκ ιζ ιν ίνγκλις! Με ελάχιστες στιγμές εξαιρέσεων, στις οποίες (χου νόουζ γουάι) ακούμε να ομιλείται η ελληνική. Ο δε Νεκτάριος γράφει δια χειρός πότε στα ίνγκλις και πότε στα ελληνικά. Με τη συντριπτική πλειοψηφία του καστ ν’ αποτελείται από Έλληνες ηθοποιούς, αξίζει του γουόντερ κανείς, αφού υπήρξε σκεπτικό ιντερνάσιοναλ καρίαρ φορ δις μούβι, γιατί να μην επιλεχθούν ηθοποιοί που ομιλούν την αγγλικήν ορίτζιναλι, ώστε ν’ αποφευχθεί όλο αυτό το «γκρικ κέφι» με τις προφορές! Όσο και να θέλεις να συγκρατηθείς και να μη σκριμ φρομ δε γέλια, είναι ιμπόσιμπλ να δεις σοβαρά τον Γεράσιμο Σκιαδαρέση (αζ δε Μίνιστερ οβ Ετζουκέσιον εντ Ριλίτζιονς) ν’ αποκαλεί τον Άγιο Νεκτάριο… «δε ρίαλ ντιλ» (σίριουσλι!) ή να μη συρθείς στα πατώματα από την ολιγόλεπτη και πέρα από κάθε σεναριακή λότζικ εμφάνιση του Γιάννη Στάνκογλου ως μεθυσμένου που σκάει στο δάσος κομπλίτλι ντρανκ, τραγουδώντας στα ελληνικά, μα μιλώντας στον κεντρικό ήρωα του φιλμ ιν ίνγκλις, όνλι του ντισαπίαρ από την υπόλοιπη ταινία ακριβώς με τον ίδιο αδικαιολόγητο τρόπο με τον οποίο χι ιντροντιούσντ χιμσέλφ!

Ο τραγέλαφος των ηθοποιών, οι οποίοι πραγματικά εκτίθενται μπάντλι ιν δις μούβι, είναι αδιανόητος! Η Τάνια Τρύπη παίζει στο έργο… ανοίγοντας μια πόρτα στον Νεκτάριο. Τελεία. Χαρακτήρες δεν υφίστανται. Απλά, ο κάθε ηθοποιός ξεπετάγεται ολ οβ ε σάντεν για μια-δυο σκηνές (δευτερολέπτων ή συνήθως μονοψήφιου αριθμού λεπτών) και εξαφανίζεται όπως ήρθε, με εξαίρεση εκείνους που υποδύονται (αντ πάμπλικ λάφτερ φρομ μπάκγουορντζ) στοιχειώδεις για την πλοκή ήρωες, όπως ο Πρόεδρος της Ριζαρείου Σχολής Χρήστος Λούλης, ο οποίος φαντάζει σαν το «σπασικλάκι» του καστ που τα καταφέρνει γουίδ δι άξεντ. Εννοείται πως δεν υφίσταται καμία ενιαία σκηνοθετική καθοδήγηση, με το κερασάκι στην τούρτα να είναι ο γκεστ Μίκι Ρουρκ, ο οποίος φυλάσσεται για το φινάλε του φιλμ ως… μίρακλ! Εδώ η προφορά είναι ολ αμέρικαν, διότι αυτό μιλάει ο άνθρωπος… Και, φυσικά, λετς νοτ φοργκέτ του μένσιον και την παρουσία της Τόνιας Σωτηροπούλου, μπικόζ κάθε ταινία που σέβεται τον εαυτό της και οραματίζεται μια κάποια ιντερνάσιοναλ καρίαρ, χαζ του καστ Τόνια! Ιτς άουρ λάντμαρκ, πλέον.

Ιτς νοτ ε τζόουκ του σέι πως… το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι. Η Σέρβα Γελένα Πόποβιτς, που κανείς δεν δύναται να κατανοήσει γιατί υπογράφει το «σενάριο» και τη σκηνοθεσία του φιλμ, φερστ οβ ολ δεν έχει δε σλάιτεστ αϊντία περί του τι εστί στόρι! Το έργο επιχειρεί να λειτουργήσει σαν βιογραφία, ξεκινά (μάλλον άκομψα κι απότομα) από την περίοδο της δίωξης του Νεκταρίου από την Αλεξάνδρεια, προσδίδοντας στον κεντρικό χίροου χαρακτηριστικά «μάρτυρα», τα οποία παραπέμπουν σε μια πρόχειρη παρομοίωση με τον Ιησού. Η διαφθορά της εκκλησιαστικής ηγεσίας τονίζεται προφανέστατα, όμως πέραν αυτών των σχηματοποιήσεων, ο Νεκτάριος της ταινίας συνεχίζει να εμφανίζεται σε ατάκτως ερριμμένες σκηνές, άουτ οβ ένι τζένεραλ κόντεξτ, πράγμα που φέρνει στο νου την προβληματική αφήγηση που είχαμε δει στο άλλο πρόσφατο έπος βιογραφίας, τον «Καζαντζάκη» (2017) του Γιάννη Σμαραγδή (ατ λιστ, εκεί μιλούσαν ιν γκρικ…). Κανένας ειρμός, καμία σημασία, κανένα ίχνος ύπαρξης σεναρίου! Ένα χυμαδιό από προχειρότητες κακών (σε κάθε επίπεδο δουλειάς) στιγμών, που πασχίζουν να «σχηματίσουν» μια ταινία, με ουσιαστικούς «σταθμούς» την Αίγυπτο (πιο φευγαλέα… μπικόζ οβ μπάτζετ ίσιουζ, γιού νόου…), τη Ριζάρειο και την Αίγινα.

Σχεδόν μ’ έπιασε χέντεϊκ καθώς ενθυμούμαι τι βίωσα στην αίθουσα. Ενώ προσπαθώ να ξεχάσω, ταυτόχρονα οφείλω (από επαγγελματική πέρβερσνες) ν’ απαριθμήσω δε χάιλαϊτς οβ δε «Μαν οβ Γκοντ», σόου μόλις μου ήρθε η ανάγκη να προσθέσω κι ένα σχόλιο σχετικά με τη διάσταση του χρόνου σε επίπεδο γήρανσης του καστ, η οποία προσθέτει επιπλέον ευκαιρίες για γέλιο. Φορ ίνστανς, οι (μεγαλο)κοπέλες στο μοναστήρι της Αίγινας εμφανίζονται ως παντοτινές φίλες της… Δήμητρας Κατσαφάδου, δίπλα στην γηραλέα… χρωμοβαφή του Σερβετάλη (που «με τα χρόνια» γίνεται εφιαλτικά πιο κατατονικά ανύπαρκτος και κάλλιστα θα μπορούσε ν’ αντικατασταθεί από έναν φίκο), ενώ εκείνο το έρμο το κοριτσάκι σι νέβερ γκρόουζ του μπι εν αντάλτ (ε μίστερι οβ νέιτσουρ)!…»

UPDATE: Αξίζει να σημειώσουμε πως ο Man of God έχει βαθμολογία 7.7 στο IMDB (!)
Tags :-
Our website uses cookies to enhance your experience. Learn More
Accept !