Ομοβροντία ανακοινώσεων αποκαλύπτει την «καμένη γη» που αφήνει πίσω της η «καθαρή έξοδος» από τα Μνημόνιο στη χώρα μας, καθώς οι νέοι φόροι και τα υπερπλεονάσματα έπληξαν αγρίως το εισόδημα και την κατανάλωση, ενώ η νωθρή ανάπτυξη που εσχάτως καταγράφεται στους οικονομικούς δείκτες, προκύπτει σαν το στατιστικό αποτέλεσμα ("base effect") της προηγηθείσας ισοπέδωσης της αγοράς και της οικονομίας, η οποί προσπαθεί να φτάσει ξανά εκεί όπου είχε σταθεροποιηθεί το 2014, πριν κατρακυλήσει ξανά στην διετία 2015-2017.
Η εικόνα αυτή προκύπτει σε τρεις ανακοινώσεις που έγιναν ταυτόχρονα εχθές: α) της Έκθεσης της Τραπέζης της Ελλάδος που καταδεικνύει ότι η επιλογή της υπερφορολόγησης από την κυβέρνηση στέρησε από την χώρα την ανάκαμψη που είχε ανάγκη μετά τα πρώτα δύο Μνημόνια, β) των στοιχείων της ΑΑΔΕ που πιστοποιούν ότι στα 3,5 τελευταία χρόνια τα ληξιπρόθεσμα χρέη στην εφορία αυξήθηκαν κατά 38,5% και γ) της έκθεσης του ΙΟΒΕ σύμφωνα με την οποία, παρά τις προσδοκίες για συμφωνία στο Eurogroup και ελάφρυνση του χρέους, τον Ιούνιο καταγράφηκε πτώση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης στη χώρα μας.
Υπονόμευσαν την ανάκαμψη
Φόροι και υπερπλεονάσματα «καίνε» την Ανάπτυξη, όπως δείχνει το γράφημα της Έκθεσης της ΤτΕ για το πώς οι φόροι επιδείνωσαν την ύφεση που το 2014 είχε ανακοπεί.
Όπως παρατηρεί κανείς, και την διετία 2009-2011 όπου το ΑΕΠ της χώρας έκανε «βουτιά», τα έσοδα από φόρους αυξάνονταν ενώ το ΑΕΠ μειωνόταν. Και αν υπήρχε τότε η δικαιολογία της ανάγκης διάσωσης της χώρας, στην τριετία 2012-2013 τα φορολογικά έσοδα σταθεροποιήθηκαν ή και μειώθηκαν ως ποσοστό του ΑΕΠ, το οποίο ακολουθούσε αντίθετη πορεία «φρενάροντας» την πτώση του και δείχνοντας σημάδια ανάκαμψης.
Από το 2015 ως το 2017 όμως τα φορολογικά έσοδα σχεδόν εκτινάχθηκαν, ενώ το ΑΕΠ υποχωρούσε, μέχρι που το 2017 κινήθηκε ξανά εκεί όπου ήταν και το 2014.
Η αύξηση των φορολογικών εσόδων όμως εξαφάνισε και ό,τι εισόδημα είχε απομείνει στα νοικοκυριά. Και έτσι τα ληξιπρόθεσμα χρέη στην εφορία αυξήθηκαν κατά 30 δισ. ευρώ ή 38% μέσα σε 3,5 χρόνια, φτάνοντας από 71,5 δισ. τον Δεκέμβριο του 2014, στα 101,5 δισ. ευρώ τον Μάιο του 2018.
Η οικονομική αδυναμία αυτή αποτυπώνεται και στην κάμψη της καταναλωτικής εμπιστοσύνης τον Ιούνιο. Η Έκθεση του ΙΟΒΕ αναφέρει πως στην έρευνα αυτή δεν πρόλαβε να καταμετρηθεί το κλίμα των αποφάσεων του Eurogroup της 21ης Ιουνίου, ωστόσο ήταν δεδομένες οι προσδοκίες για άμεση ολοκλήρωση της τελευταίας αξιολόγησης και του 3ου Προγράμματος. Σε κάθε περίπτωση όμως, το κλίμα φαίνεται πως επιδείνωσε η έκδοση των νέων εκκαθαριστικών της εφορίας για 4,5 εκατομμύρια από τα 6,2 εκατομμύρια υπόχρεους σε υποβολή φορολογικής δήλωσης.
Όπως τονίζεται στην έκθεση της ΤτΕ «η υπερβολική εξάρτηση της δημοσιονομικής προσαρμογής από τους υψηλούς φορολογικούς συντελεστές συνιστά αντικίνητρο τόσο για την εργασία όσο και για τις επενδύσεις, ενώ παράλληλα ενθαρρύνει τη στροφή των δραστηριοτήτων προς την παραοικονομία και παρέχει κίνητρα για φοροδιαφυγή».
Επιπλέον, στην έκθεση σημειώνεται ότι η άρνηση της κυβέρνησης να δεχθεί την προληπτική γραμμή πίστωσης, υποχρεώνει την χώρα σε υπερβολικά υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα που σχεδόν καμιά χώρα δεν πέτυχε, εκτός ίσως από κάποιες πετρελαιοπαραγωγές χώρες –όπως η Νορβηγία την οποία εμνημόνευε για τον ίδιον λόγο στη Βουλή πριν 4 χρόνια ως αντιπολίτευση και ο κύριος Ευκλείδης Τσακαλώτος.