Πιο ωμή παραδοχή για τους σκοπούς που κρύβονται πίσω από τη δημιουργία στης European Super League δεν θα μπορούσε να υπάρξει, δικαιώνοντας έτσι τους οπαδούς των ομάδων που έχουν εξεγερθεί από τη στιγμή που έγιναν γνωστά τα συγκεκριμένα σχέδια!
Έως και 8 παίκτες μπορούσαν να χειριστούν μία ευρωπαϊκή ομάδα ποδοσφαίρου σε τρία διαφορετικά επίπεδα δυσκολίας, ελέγχοντας όλες τις λεπτομέρειες: από την προπόνηση (20 παικτών με διαφορετικά χαρακτηριστικά) και το scouting, έως και τις μεταγραφές και τη διαχείριση του Τύπου.
To τμήμα της απεικόνισης ήταν ιδιαίτερα «φτωχό», με τους όποιους περιορισμούς υπήρχαν από το hardware της εποχής.
Μια δεύτερη προσπάθεια με βάση ένα υποθετικό (τότε) σενάριο για μια λίγκα δυνατών ευρωπαϊκών ομάδων είδε το φως της δημοσιότητας και το 2001 στην κονσόλα SEGA Dreamcast, στο PlayStation και στο PC. Μάλιστα, στις 16 διαθέσιμες ομάδες -ανάμεσα σε Μίλαν, Μπάγερν Μονάχου, Μαρσέιγ, Λίβερπουλ, Τσέλσι και Παρί Σεν Ζερμέν) ήταν και ο Ολυμπιακός.
Το παιχνίδι προσέφερε και μια πιο ρεαλιστική απεικόνιση στα γήπεδα κάθε συλλόγου, που ωστόσο περιορίζονταν κυρίως στα χρώματα που επικρατούσαν στις κερκίδες, αλλά και σε κάποια συνθήματα της εποχής. Ο χειρισμός του ήταν αρκετά εύκολος και μπορούσε ακόμη και αρχάριος παίκτης να απολαύσει τους αγώνες. Για όσους είχαν εμπειρία στα ποδοσφαιρικά videogames, υπήρχε το alternate mode χειρισμού, με πιο σύνθετους συνδυασμούς.
Το παιχνίδι δεν πήρε ιδιαίτερα καλές κριτικές και βαθμολογήθηκε κατά μέσο όρο με ένα 4.5/10 από τα περισσότερα media της εποχής, δεχόμενο κριτική κυρίως για την περιορισμένων δυνατοτήτων τεχνητή νοημοσύνη (που έλεγχε τις αντίπαλες ομάδες), αλλά και τους μηχανισμούς. Την ανάπτυξή του είχαν αναλάβει οι Coyote Developments (η οποία ασχολούταν με το game development από το 1999, αλλά ελάχιστα με αθλητικά games μέχρι τότε) και Crimson (φτιάχνοντας το δεύτερο ποδοσφαιρικό της παιχνίδι μετά το Viva Soccer του 1998). Η διανομή του έγινε από την Virgin Interactive Entertainment στην αγορά της Ευρώπης.